γαλανομάτης

γαλανομάτης
-α (και -μάτιασα, και -ματούσα), -μάτικο
αυτός που έχει μάτια γαλανά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • γαλανομάτης, -α, -ικο — αυτός που έχει γαλανά μάτια: Ο άντρας μου είναι ξανθός και γαλανομάτης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γαλάνης — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Αργύρης. Καταγόταν από την Γκράτζα της Μεσσηνίας. Πολέμησε στο Βαλτέτσι, στην Τρίπολη, στη Δράμπαλα κ.α. 2. Γεώργιος. Καταγόταν από την Γκράτζα της Μεσσηνίας. Πολέμησε στην Καρύταινα, στο Βαλτέτσι, στην Τρίπολη κ.α …   Dictionary of Greek

  • γαλανός — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Γεώργιος. Καταγόταν από το Κεράσοβο της Αιτωλίας. Πήρε μέρος στις επιχειρήσεις των Αγράφων και της Δυτικής Στερεάς. Σκοτώθηκε στην Έξοδο του Μεσολογγίου (1826). 2. Ευάγγελος. Καταγόταν από το Μεσολόγγι. Σκοτώθηκε… …   Dictionary of Greek

  • γλαυκός — I Ονομασία διαφόρων ποταμών της αρχαιότητας. 1. Ποταμός της Αχαΐας, που πήγαζε από τις πλαγιές του Παναχαϊκού και εξέρεε στα νότια της Πάτρας. Ταυτίζεται με τον ομώνυμο σημερινό ποταμό, τον γνωστό και με την ονομασία Λέκας. 2. Μικρός ποταμός της… …   Dictionary of Greek

  • γλαυκόφθαλμος — η, ο (AM γλαυκόφθαλμος, ον) ο γαλανομάτης …   Dictionary of Greek

  • ομμάτιο(ν) — το (Α ὀμμάτιον) μικρό μάτι, ματάκι νεοελλ. 1. οφθαλμός, μάτι 2. ναυτ. μικρός δακτύλιος από δετηρία στα άκρα τών ιστίων για την πρόσδεσή τους. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τού ὄμμα: ὀμμάτ ιον (> ὀμμάτιν > ὀμμάτι > μάτι*. Ας σημειωθεί ότι τα σύνθ. τού …   Dictionary of Greek

  • τσακίρης — Επώνυμο Κρητικών αγωνιστών. 1. Οπλαρχηγός από τη Μεσαρά, το όνομα του οποίου είναι άγνωστο. Διακρίθηκε σε πολλές μάχες της Κρήτης υπό τις διαταγές του Μιχαήλ Κουρμούλη σε όλη τη διάρκεια του Αγώνα (1821 30). Ήταν αδελφοποιός του οπλαρχηγού Μιχαήλ …   Dictionary of Greek

  • γαλανός — ή, ό 1.ο γαλάζιος: Γαλανός ουρανός. 2. ο γαλανομάτης: Με ξεμυάλισε μια ξανθιά και γαλανή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τσακίρης — ο (λ. τουρκ.), ο γαλανομάτης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”